- σύμπηγμα
- το, ΝΑ [συμπήγνυμι]νεοελλ.καθετί που προκύπτει από σύμπηξη, κατασκευή, κατασκεύασμααρχ.στερεό οικοδόμημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπηγμα — framework neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπήγματα — σύμπηγμα framework neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)